- νευριάζω
- [νεύρο]1. (μτβ.) εκνευρίζω, εξοργίζω, ερεθίζω κάποιον2. (αμτβ.) εκνευρίζομαι, θυμώνω, εξοργίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νευριάζω — νευριάζω, νευρίασα, νευριασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
νευριάζω — νευρίασα, νευριάστηκα, νευριασμένος 1. μτβ., προκαλώ σε κάποιον νευρικό κλονισμό, εξοργίζω, ερεθίζω: Τον νευρίασες κι έφυγε. 2. αμτβ., οργίζομαι, ερεθίζομαι, παθαίνω νευρικό κλονισμό: Τελευταία νευριάζεις εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νευρίασμα — και νεύριασμα, το [νευριάζω] εκνευρισμός, η κατάσταση και το αποτέλεσμα τού νευριάζω … Dictionary of Greek
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek
ζοχαδιάζω — ιασα, ιάστηκα, ζοχαδιασμένος, η, ο 1. μτβ., εκνευρίζω κάποιον, τον νευριάζω, τον ανάβω. 2. αμτβ., νευριάζω, έχω τα νεύρα μου, είμαι στις κακές μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek
αλαλιάζω — 1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω 2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τόν κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του 3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω 4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε… … Dictionary of Greek
εκνευρίζω — (AM ἐκνευρίζω) νεοελλ. ερεθίζω τα νεύρα κάποιου, νευριάζω κάποιον αρχ. μσν. 1. απονευρώνω 2. χαλαρώνω τις δυνάμεις, παραλύω αρχ. (μέσ. και παθ.) είμαι εξασθενημένος … Dictionary of Greek
κασιδιάζω — και κασσιδιάζω 1. προσβάλλομαι ή πάσχω από κασίδα 2. μτφ. ερεθίζομαι, νευριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κα(σ)σίδα + ιάζω (πρβλ. καμπουρ ιάζω, πουντ ιάζω)] … Dictionary of Greek
νευριαστικός — ή, ό [νευριάζω] αυτός που προκαλεί εκνευρισμό, εκνευριστικός … Dictionary of Greek